- μετατρέπω
- μετατρέπομαιpres subj act 1st sgμετατρέπομαιpres ind act 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μετατρέπω — μετατρέπω, μετέτρεψα (σπάν. μετάτρεψα) βλ. πίν. 9 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
μετατρέπω — (ΑΜ μετατρέπω, Μ μέσ. τ. μετατέρπομαι, Α αιολ. τ. πεδατρέπω) 1. αλλάζω, μεταβάλλω, μεταποιώ (α. «μετέτρεψα το αρχικό σχέδιο τού σπιτιού» β. «ὁ γέλως ὑμῶν εἰς πένθος μετατραπήτω», ΚΔ) 2. τρέπω κάτι σε άλλη κατεύθυνση, μεταστρέφω («μοῑραν… … Dictionary of Greek
μετατρέπω — μετάτρεψα και μετέτρεψα, μετατράπηκα, αλλάζω τη μορφή κάποιου πράγματος, μεταστρέφω, μεταβάλλω: Μετέτρεψε το υπόγειο του σπιτιού σε γυμναστήριο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ατμοποιώ — μετατρέπω κάποιο υγρό σε ατμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ατμός + ποιώ. Απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου πρβλ. αγγλ. vaporize. Ο ελληνικός όρος μαρτυρείται από το 1897 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
εστεροποιώ — μετατρέπω αλκοόλη ή οξύ σε εστέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < εστέρες + ποιώ] … Dictionary of Greek
κεφαλαιοποιώ — μετατρέπω ένα εισόδημα σε κεφάλαιο, ενεργώ κεφαλαιοποίηση. [ΕΤΥΜΟΛ. κεφάλαιο + ποιῶ (< ποιος < ποιῶ) πρβλ. στερεο ποιώ, συστηματοποιώ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. capitaliser. Η λ. μαρτυρείται από το 1861 στο Γαλλοελληνικόν… … Dictionary of Greek
ρευστοποιώ — Ν 1. μετατρέπω στερεό σώμα σε αέριο ή σε υγρό 2. μετατρέπω κτηματική περιουσία σε ρευστό χρήμα 3. εξαργυρώνω χρηματιστηριακούς τίτλους, τούς μετατρέπω σε μετρητό χρήμα, λικιντάρω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ρευστός + ποιώ] … Dictionary of Greek
ανάγω — (Α ἀνάγω) 1. οδηγώ προς τα επάνω, υψώνω, ανυψώνω, ανεβάζω 2. λέγω ή υποστηρίζω πού οφείλεται κάτι, τό φέρνω πίσω στην αρχή ή την αιτία τού, αποδίδω, αναφέρω νεοελλ. 1. αναφέρω, αποδίδω χρονικά 2. μεσ. ανήκω χρονικά 3. μετασχηματίζω, μετατρέπω… … Dictionary of Greek
βιομηχανοποιώ — ( έω) 1. μετατρέπω κάποιον παραγωγικό κλάδο σε βιομηχανία 2. μετατρέπω την οικονομία μιας χώρας σε βιομηχανική 3. εκμεταλλεύομαι πρώτη ύλη με βιομηχανικά μέσα 4. εκμεταλλεύομαι πνευματική απασχόληση για χρηματισμό … Dictionary of Greek
εκτρέπω — (AM ἐκτρέπω, Α ιων. τ. ἐκτράπω) 1. στρέφω κάτι έξω από τον φυσικό δρόμο, τρέπω κάτι ή κάποιον μακριά ή προς άλλη κατεύθυνση («τό ὕδωρ ἐξέτρεψεν εἰς τὴν Μαντινικήν», Θουκ.) 2. μέσ. βγαίνω από την κανονική θέση ή διεύθυνσή μου, παρασύρομαι,… … Dictionary of Greek